- θαμβός
- -ή, -ό (Μ θαμβός, -ή, -όν)βλ. θαμπός.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θαμβός μαρτυρείται αρχικά από τον Ευστάθιο με σημ. «αυτός που κατέχεται από έκπληξη» < θάμβος «έκπληξη, θαυμασμός». Όμως με το ουσ. θάμβος δηλώνεται και η συσκότιση τής οράσεως από άπλετο φως, από την οποία προήλθε η νεοελλ. σημ. τού θαμβός - θαμπός «αυτός που δεν διακρίνεται καθαρά», άρα «ο μη διαυγής, ο θολός».ΠΑΡ. νεοελλ. θαμπαίνω, θαμπιά, θαμπίζω, θαμπουλίζω.ΣΥΝΘ. νεοελλ. θαμποκοπώ, θαμποφαίνεται, θαμποφεγγοβολώ, θαμποφέγγω, θαμποχαράζω].
Dictionary of Greek. 2013.